- μητρόπτολις
- μητρόπτολις, ἡ (Α)βλ. μητρόπολη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μητρόπτολις — mother state fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρόπολη — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 134 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στη βορειοανατολική ακτή του νομού, στον όρμο Κυπαρίσσι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζάρακα. 2. Ημιορεινός… … Dictionary of Greek